- προαγορά
- ηαγορά πράγματος που η παράδοσή του θα γίνει αργότερα: Προαγορά ομολογιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προαγορά — H συγκέντρωση από ένα πρόσωπο μεγάλων ποσοτήτων οποιουδήποτε αγαθού, με τον σκοπό να αποκτήσει το μονοπώλιό του και να μπορέσει έτσι να καθορίζει αυθαίρετα την τιμή του. Η τακτική του τραβήγματος από την αγορά ολόκληρης ή σχεδόν ολόκληρης της… … Dictionary of Greek
προαγοραστικός — ή, ό, Ν [προαγοράζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαγορά … Dictionary of Greek
προώνηση — η, Ν προαγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προωνοῦμαι. Η λ., στον λόγιο τ. προώνησις, μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Κυριάκο] … Dictionary of Greek